- μονόκλινο
- τοδωμάτιο με μόνο ένα κρεβάτι: Κλείσαμε δυο μονόκλινα στο ξενοδοχείο για να κοιμηθούμε πιο άνετα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονόκλινος — η, ο (Α μονόκλινος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει ένα μόνο κρεβάτι 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόκλινο δωμάτιο με ένα κρεβάτι 3. φρ. «μονόκλινο άνθος» ερμαφρόδιτο άνθος αρχ. (μόνο το ουδ. ως ουσ.) κρεβάτι μόνο για ένα άτομο, δηλ. φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ερμαφροδιτισμός — Η εμφάνιση των γεννητικών οργάνων και των δύο φύλων σε ένα και το αυτό άτομο. Ένα ζώο αυτού του τύπου (ερμαφρόδιτο) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ούτε ως αρσενικό ούτε ως θηλυκό, αλλά θεωρείται ότι ανήκει και στα δύο φύλα· στο άτομο αυτό η ωρίμανση… … Dictionary of Greek